- μπουκούνι
- το1. μικρό κομμάτι2. μπουκιά3. φαγητό4. μερίδα φαγητού5. μτφ. μικροσκοπικός ή μικρής ηλικίας άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccone «κομμάτι, μπουκιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουκουνιά — η [μπουκούνι] 1. μπουκιά, χαψιά 2. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι 3. φρ. «μια μπουκουνιά άνθρωπος» λέγεται για μικροσκοπικό ή μικρής ηλικίας άνθρωπο … Dictionary of Greek